- ανεπίμικτος
- ἀνεπίμικτος, -ον (Α) [επίμικτος]1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτονη ανεπιμιξία*.
Dictionary of Greek. 2013.